- αλητεύω
- αλητεύω, αλήτεψα βλ. πίν. 17
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀλητεύω — wander pres subj act 1st sg ἀλητεύω wander pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλητεύω — (Α ἀλητεύω) (με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης αρχ. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης. ΠΑΡ. αλητεία] … Dictionary of Greek
αλητεύω — εψα, ζω ως αλήτης: Αλήτευε και δεν ήθελε να δουλέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλητεύῃ — ἀλητεύω wander pres subj mp 2nd sg ἀλητεύω wander pres ind mp 2nd sg ἀλητεύω wander pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητευόντων — ἀλητεύω wander pres part act masc/neut gen pl ἀλητεύω wander pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητεῦον — ἀλητεύω wander pres part act masc voc sg ἀλητεύω wander pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητεύει — ἀλητεύω wander pres ind mp 2nd sg ἀλητεύω wander pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητεύεσκον — ἀλητεύω wander imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἀλητεύω wander imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητεύοντα — ἀλητεύω wander pres part act neut nom/voc/acc pl ἀλητεύω wander pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητεύοντι — ἀλητεύω wander pres part act masc/neut dat sg ἀλητεύω wander pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)